-
1 περιοδεύοντες
περιοδεύωgo all round: pres part act masc nom /voc plπερϊοδεύοντες, περιοδεύωgo all round: pres part act masc nom /voc pl -
2 περιοδεύω
A go all round, ;τὸν νομόν PCair.Zen.541.2
(iii B. C.);τὸ Παλάτιον Plu.Cam.32
, cf. Phoc. 21 ;ἐν πάσῃ τῇ γῇ LXX 2 Ki.24.8
; make a revolution, of the moon, Gal.19.554.2 in military sense, patrol, Aen.Tact.22.10;π. τὴν πρώτην φυλακήν Id.26.2
; of dyke-watchers, PPetr.2p.17 (iii B.C.) ; of an inspector, go round vineyards, PCair.Zen.300.7 (iii B.C.); march round, App.BC1.58,al.II metaph., go systematically through,βίον τινός Plu.2.87b
;τὸν περὶ τῶν οὐρανίων λόγον Placit.3
Prooem., cf. Ptol.Tetr.1 ([voice] Pass.); study diligently, Epicur.Ep.2p.35U., Demetr. Lac.Herc.1013.18, 1055.23 ([voice] Pass.), Epict.Ench.29.3; περιοδευομένη φαντασία Academiciap.Gal.5.802.IV practise, of a midwife, Sor.1.3; οἱ περιοδεύοντες practitioners, Alex.Trall.8.2:—[voice] Pass., to be treated, ibid., Id.11.4.V Rhet., write in periods, Demetr.Eloc. 229 ; διαπορητικῶς π. Hermog. Inv.4.3:—[voice] Pass.,ἡ περιωδευμένη προφορὰ καὶ γραφή Phld.Rh.1.158
S.; but τὸ περιωδευμένον path traversed in a circle, expl. of περίοδος, Demetr. Eloc.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιοδεύω
См. также в других словарях:
περιοδεύοντες — περιοδεύω go all round pres part act masc nom/voc pl περϊοδεύοντες , περιοδεύω go all round pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πάροχος — (I) ό ΜΑ 1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος 2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έπ οχος)]. (II) ον, ΜΑ [παρέχω] χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν» … Dictionary of Greek
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γιάνινγκς, Έμιλ — (Emil Jannings, Ρόρσαχ, Ελβετία 1884 – Στρομπλ, Αυστρία 1950). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Επιβλήθηκε στο θέατρο ύστερα από μακρά και σκληρή μαθητεία, κατά τη διάρκεια της οποίας πήρε μέρος ακόμα και σε ασήμαντους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Καβαμπάτα, Γιασουνάρι — (Yasunari Kawabata, Οσάκα 1899 – Τόκιο 1972). Ιάπωνας συγγραφέας. Αφού σπούδασε ζωγραφική, γεγονός που επέδρασε στη διαμόρφωση και εξέλιξή του ως συγγραφέα, αναγορεύθηκε διδάκτορας της αγγλικής και ιαπωνικής φιλολογίας στο Τόκιο (1924). Ως… … Dictionary of Greek
Μακόφσκι — (Makovsky). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ρώσων ζωγράφων και ακαδημαϊκών. 1. Βλαντιμίρ Εγκόροβιτς (Vladimir Egorovich,Μόσχα 1846 – Αγία Πετρούπολη 1920). Μαθήτευσε κοντά στον Ζαριάνκο στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης,… … Dictionary of Greek